- λευκωματόμετρο
- το(βιοχ.) το αλβουμινόμετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αλβουμινόμετρο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεύκωμα — Βλ. λ. πρωτεΐνη. * * * το (AM λεύκωμα) 1. το ασπράδι τού αβγού 2. ιατρ. μορφή κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή τού ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή εξέλκωση νεοελλ. 1. τετράδιο, συνήθως πολυτελές, στο οποίο γράφονται… … Dictionary of Greek